Αναρτήθηκε :
Παρασκευή, 6 Μαρτίου 2015
στις 10:00 μ.μ. Κατηγορία: Ψυχολογία
Σύμφωνα με τον ορισμό του Olweus «ένα παιδί εκφοβίζεται ή θυματοποιείται όταν εκτίθεται επανειλημμένα και για αρκετό διάστημα σε αρνητικές ενέργειες εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων άλλων μαθητών». O εκφοβισμός αυτός χαρακτηρίζεται από την επαναλαμβανόμενη, απρόκλητη παρενόχληση, κάποιου παιδιού, το οποίο δυσκολεύεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Μορφές εκφοβισμού
Τα φαινόμενα εκφοβισμού και θυματοποίησης μπορούν να οριστούν με δυσκολία, μιας και εκδηλώνονται με διάφορες μορφές. Παραδείγματος χάρη, μέσω ψυχολογικής βίας μπορεί κάποιος να εκφοβίσει έναν άλλον χρησιμοποιώντας λεκτικά και άλλα πειράγματα, χλευασμοί, διάδοση φημών, ταπείνωση, μειωτικά/ρατσιστικά σχόλια ή και απειλές, ή και με πιο έμμεσους τρόπους, όπως επίμονη παρακολούθηση, συστηματική αγνόηση/σιωπή, κ.ά. Επίσης, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί μια μορφή εκδήλωσης εκφοβισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από σεξουαλικά υποτιμητικά υπονοούμενα/σχόλια, ανεπιθύμητα αγγίγματα, εξαναγκασμός του θύματος να παρακολουθεί ή να συμμετέχει ενεργά σε σεξουαλικές πράξεις και βιασμός. Η Σωματική βία στον σχολικό εκφοβισμό εκδηλώνεται με χτυπήματα, σπρωξίματα, κλοτσιές, τσιμπιές και στριμώγματα. Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να εκφραστεί και μέσα από την Οικονομική Εκμετάλλευση των παιδιών που εκφοβίζονται με αποτέλεσμα την κλοπή ή φθορά στα προσωπικά αντικείμενα τους.
Μια πιο σύγχρονη μορφή θυματοποίησης και εκφοβισμού στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι αυτή του ηλεκτρονικού ή διαδικτυακού εκφοβισμού (“cyber bullying”). Ο όρος αυτός αναφέρεται στις διάφορες μορφές ψυχολογικής κακοποίησης, οι οποίες συνδέονται με το συμβατικό εκβιασμό, μέσω του διαδικτύου ή άλλης παρεμφερούς τεχνολογίας, με σκοπό τη σκόπιμη ζημιά ενός ατόμου ή μιας ομάδας.
Σε όλες τις παραπάνω μορφές έρχεται να προστεθεί -ή και να συμπληρώσει τις προηγούμενες μορφές- η συναισθηματική και κοινωνική περιθωριοποίηση/απόρριψη, η οποία κατά κύριο λόγο απομονώνει το άτομο ή την ομάδα από μια άλλη ομάδα.
Ο εκφοβισμός ως συγκεκριμένη μορφή επιθετικότητας
Βασικές διαφορές αυτής της μορφής επιθετικότητας από άλλες είναι οι επόμενες ιδιαιτερότητές της. Η βία και ο εκφοβισμός προς ένα παιδί ή έναν έφηβο αποτελούν απρόκλητη, αδικαιολόγητη και άδικη επιθετικότητα, η οποία είναι επαναλαμβανόμενη. Ασκείται από ένα ισχυρότερο άτομο («δράστης») προς ένα ασθενέστερο («θύμα»). Η επιθετικότητα αυτή έχει σκοπό να προκαλέσει φόβο ή και πόνο. Συνήθως, το άτομο- «δράστης» επωφελείται ασκώντας βία στο άτομο-«θύμα» είτε αποκτώντας κύρος στην ομάδα που ανήκει είτε νιώθοντας ικανοποίηση. Τέλος, το ασθενέστερο άτομο δε δύναται να υπερασπιστεί το άτομό του.
Συχνά, υπάρχει σύγχυση μεταξύ του τι είναι και τι δεν είναι εκφοβισμός ανάμεσα στα μέλη μιας ευρύτερης ομάδας. Σίγουρα δεν είναι ένα απλό παιδικό ή ανώριμο πείραγμα ούτε μια ισότιμη συμπεριφορά μεταξύ δύο ατόμων. Είναι, σαφώς, μία ασύμμετρη διένεξη και συσχέτιση μεταξύ δύο πλευρών που συστηματικά η μία πλευρά κακοποιεί την άλλη. Το μόνο βέβαιο είναι πως και οι δύο αλληλεπιδρώμενες πλευρές χρήζουν άμεσης παρέμβασης και βοήθειας από τις άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενες ομάδες (π.χ. γονείς, εκπαιδευτικοί, σχολικό πλαίσιο, κοινωνία).
Οι ρόλοι κατά τη διάρκεια του εκφοβισμού
Στο, ως επί το πλείστον ομαδικό, φαινόμενο του εκφοβισμού οι συμμετοχικοί ρόλοι ποικίλουν. Πέρα από τους «δράστες» και τα «θύματα» υπάρχουν τα προκλητικά «θύματα», δηλαδή τα χρόνια «θυματοποιημένα» άτομα που έχουν μάθει να λειτουργούν χρονίως ως «δράστες». Οι συγκεκριμένοι συμμετέχουν στον εκφοβισμό, αλλά δεν τον ξεκινούν πρώτοι ή υποστηρίζουν το θύτη χωρίς να εκφοβίζουν οι ίδιοι. Υπάρχουν οι βοηθοί και ενισχυτές του «δράστη» που αποδέχονται τον εκφοβισμό (π.χ. γελούν και κραυγάζουν μαζί με το δράστη) αλλά δεν τον υποστηρίζουν πάντα ανοιχτά (π.χ. παρατηρούν και μένουν αδιάφοροι απέναντι στην επιθετική στάση). Είναι, επιπλέον, οι αμέτοχοι παρατηρητές/ παριστάμενοι, που δεν εμπλέκονται άμεσα με κάποια από τις δύο πλευρές και ενώ δεν αποδέχονται τον εκφοβισμό, δε βοηθούν κιόλας, ούτως ώστε να σταματήσει. Τέλος, υπάρχουν και οι υπερασπιστές του «θύματος».
Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τους «δράστες» είναι η εξωστρέφεια, η έλλειψη ενσυναίσθησης (γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτό που πληγώνει τον άλλον, αλλά έχει πρόβλημα να νιώσει τον άλλον), συνήθως η υψηλή αυτοεκτίμηση, η μη ανοχή της διαφορετικότητας, ο δυναμισμός. Επίσης, ο «δράστης» τείνει να είναι δημοφιλής. Τις περισσότερες φορές, τα άτομα που εκφοβίζουν έχουν γονείς που έμμεσα ή άμεσα ενθαρρύνουν την επιθετικότητα, που δεν έχουν μάθει να οριοθετούν τα παιδιά τους ή πρόκειται για απορριπτικούς γονείς.
Τα χαρακτηριστικά των «θυμάτων» είναι η ανασφάλεια, η μοναχικότητα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το άγχος, η έντονη παρουσία/υπερκινητικότητα, ανήκουν σε μειοψηφικές ομάδες ως προς την εθνικότητα, την εμφάνιση, το σεξουαλικό προσανατολισμό ή άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά. Συνήθως, τα άτομα που εκφοβίζονται έχουν υπερπροστατευτικούς γονείς ή μια γενική προδιάθεση για αναστολή. «Σημάδια» του παιδιού/εφήβου που εκφοβίζεται μπορεί να είναι η εξωτερίκευση επιθετικής συμπεριφοράς, η μελαγχολική ή απότομη αλλαγή διάθεσης, οι δυσκολίες στη συγκέντρωση, στο διάβασμα, στο σχολείο, στη συμμετοχή σε παλιότερα ευχάριστες δραστηριότητες, η απουσία αντικειμένων (π.χ. χρημάτων), τα σημάδια βίας στο σώμα και τα ρούχα, η αϋπνία (με ή χωρίς εφιάλτες), η απουσία όρεξης, κ.ά.
Τέλος, όσον αφορά στα άτομα (παιδιά/ έφηβοι) που παρατηρούν τη δράση του εκφοβισμού, είτε συμμετέχοντας άμεσα ή έμμεσα είτε όχι, είναι κυρίως άτομα που φοβούνται μήπως γίνουν και αυτά παιδιά-στόχοι. Ανησυχούν για την αυτοεκτίμησή τους και δε θέλουν να χάσουν την ασφάλεια που νιώθουν πως έχουν ανήκοντας σε μία ομάδα, ακόμα κι αν αυτή εκφοβίζει ή εκφοβίζεται. Η ευθύνη για την πράξη διαχέεται σε άλλο ή άλλα μέλη της ομάδας που ανήκουν (είτε του «θύματος» είτε του «δράστη») αφού οι ίδιοι δεν δρουν ενεργά ως παρατηρητές ή δεν υφίστανται άμεσα και αποκλειστικά τον εκφοβισμό. Επίσης, έχουν άγνοια της πλειοψηφίας, μιας και οι υπόλοιποι της ομάδας δεν αντιδρούν σε αυτό που συμβαίνει. Κλείνοντας, η συνοχή της ομάδας ενισχύει την ταυτότητά της και ενθαρρύνει τους παρατηρητές να συνεχίσουν να μένουν αμέτοχοι στην κακοποίηση που ουσιαστικά βιώνουν και οι ίδιοι.
Η πρόληψη και η παρέμβαση σε φαινόμενα εκφοβισμού και θυματοποίησης είναι δύο βασικές ενέργειες απαραίτητες για την αποφυγή περαιτέρω αρνητικών ενεργειών εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων παιδιών/εφήβων προς ένα άλλο ή πολλά άλλα παιδιά/εφήβους. Παρατηρείται η οικογένεια, το σχολείο, οι συνομήλικοι, άλλα παιδιά/ έφηβοι, η κοινότητα και η κοινωνία να μην μπορούν να διακρίνουν ή και να αποδεχτούν τις ενέργειες εκφοβισμού που συμβαίνουν γύρω. Υπάρχει έλλειψη σχετικής ενημέρωσης, επιμόρφωσης και εκπαίδευσης των γονέων, των μαθητών και των εκπαιδευτικών, καθώς και απουσία συνεργασίας των τριών αναφερθέντων μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων πρόληψης και παρέμβασης σε πλαίσια που τείνουν να εμφανίζονται περιστατικά εκφοβισμού και επιθετικότητας, π.χ. σχολικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με έρευνα της Γαλανάκη το 2011, οι εκπαιδευτικοί, ως άμεσα εμπλεκόμενοι στο σχολικό σύστημα νιώθουν πίεση, άγχος, φόβο, εξουθένωση και μοναξιά. Η ελλιπής επιμόρφωση, η μειωμένη χρηματοδότηση ειδικών προγραμμάτων κατά του εκφοβισμού, η δυσκολία συνεργασίας με άλλους ειδικούς, η απουσία υποστήριξης από ανώτερους φορείς, τα ελάχιστα οργανωμένα κατάλληλα προγράμματα και η έλλειψη γενικής πολιτικής κατά των φαινομένων εκφοβισμού συναποτελούν σοβαρές αιτίες για την εμφάνιση των παραπάνω αρνητικών συναισθημάτων που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα στο σχολικό πλαίσιο.
Πέρα από το έργο των εκπαιδευτικών, η συμβολή της οικογένειας είναι καθοριστικής σημασίας για να αντιμετωπιστεί το κοινωνικοπολιτικό και ηθικό θέμα του εκφοβισμού. Η συνεργασία μεταξύ των συστημάτων της οικογένειας , του σχολείου και της κοινωνίας συνιστά θεμέλιο λίθο για την απόκτηση συλλογικής ευθύνης κατά του εκφοβισμού και της θυματοποίησης.
Από τη Γεωργία Πατσαρίνου, Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας.